προικί

προικί
προίξ
gift
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραπροίκι — το το εξώπροικο, το πανωπροίκι, περιουσία που δίνουν οι γονείς τής νύφης στον γαμπρό πάνω από την κανονική προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προίκα (πρβλ. πανω προίκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”